προτιμολογώ

προτιμολογώ
Ν [τιμολογώ]
καθορίζω προκαταβολικά την τιμή εμπορεύματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προτιμολόγηση — η, Ν [προτιμολογώ] προκαταβολικός υπολογισμός τής τιμής εμπορεύματος, τιμολόγηση πριν από την ολοκλήρωση εμπορικής πράξης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”